Skip to content

Εκτενής Κριτική του Βιβλίου

Από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό

Δρ. Κωνσταντίνο Μπούρα

Κωνσταντίνος Γροσομανίδης, ‘ Ένας μετρ του Φανταστικού’

Το φανταστικό στη λογοτεχνία συνυπάρχει με τη φυγή, όμως δεν είναι ταυτόσημα μήτε συνώνυμα. Η χωροχρονική μετατόπιση δεν αρκεί για την «τερατεία» (με την αισχυλική έννοια του όρου, όπως τη διέγνωσε ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του). Οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες του συλλογικού πανανθρώπινου υποσυνείδητου δεν είναι πάντοτε επιθυμητοί και ποθητοί, παρά μόνο στις βασανισμένες εκείνες ψυχές που βιώνουν μία Κόλαση, ένα Καθαρτήριο έστω. Στο άκρως ενδιαφέρον πόνημα του Κωνσταντίνου Γροσομανίδη, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αποκαλύπτει τα ψυχολογικά του κίνητρα (προβολή–εξιδανίκευση–αντιμετάθεση), καθώς και την ομοιοπαθητική λειτουργία της αφήγησης ως θεραπευτικό μέσο και μέθοδο αυτογνωσίας–αυτοβελτίωσης–(αυτό)εξισορρόπησης. Στη μαθηματική θεωρία του χάους, τα συστήματα βρίσκουν μια καινούργια ευσταθή ή ασταθή ισορροπία, μόνο που για κάτι τέτοιο απαιτείται χρόνος και αλλαγή των χωρικών δεδομένων.

Κάθε αφήγηση απαντάει στα εξής απλά ερωτήματα: ποιος, τι, πότε, πού, πώς, γιατί.

Ακόμα κι όταν εμπλέκονται φανταστικά ή ανύπαρκτα πρόσωπα (όντα), δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη κι όπως λέει ο Σεφέρης «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».

Ας παρακολουθήσουμε τα λόγια του πρωταγωνιστή στην εισαγωγή (που λειτουργεί σαν «έκθεση»):

Η νταντά που με μεγάλωσε και που αγαπούσε υπερβολικά τον πατέρα μου –τον οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, της τον προξένεψαν κιόλας κάποια στιγμή– ήταν εκείνη που μου εξιστόρησε τα περισσότερα γεγονότα μετά τον θάνατό του, καθώς εκείνος παρέμενε φειδωλός, ένοχα σιωπηλός όσες φορές ρωτούσα για τη μητέρα μου, αν και ήμουν αρκετά μικρός για να καταλάβω. Έφυγε όταν ήμουν μόνο δύο χρονών παιδάκι, μα δεν θυμάμαι τίποτα. Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, μεγάλωσα με τον πατέρα μου. Λέγεται πως εκείνη μετά τον χωρισμό τους γνώρισε έναν νεαρό Αυστραλό και τον ακολούθησε μέχρι τη μακρινή ήπειρο, όπου και πέθανε από κάποια επιδημία.

Από μικρό παιδί, θαρρώ, διέφερα από τα άλλα παιδιά· με μάγευε πολύ το άγνωστο, το μυστήριο, το ανεξερεύνητο, θαύμαζα τους σπουδαίους εξερευνητές και πρωτοπόρους της ανθρωπότητας. Σε ηλικία μόλις πέντε ετών είχα διαβάσει όλα τα μυστήρια του Ιουλίου Βερν και πριν γίνω δέκα ετών γνώριζα τα πάντα γύρω από τους μεγάλους εξερευνητές. Μέσα μου πάντα πίστευα πως στη ζωή υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: αυτοί που έχουν τη δυνατότητα της επιλογής, οι «ελεύθεροι» όπως τους αποκαλώ εγώ, και όλοι οι άλλοι, που, όπως τα ζωντανά που γεννιούνται σε αιχμαλωσία, βαδίζουν στα χνάρια του αφέντη τους. Σύντομα θα ερχόταν η ώρα που θα έπρεπε και εγώ να διαλέξω. Τους ανθρώπους που με το θάρρος και το όραμά τους έδωσαν άλλη προοπτική στην ανθρωπότητα και καθόρισαν το μέλλον μας. Τους πρωτοπόρους που διεύρυναν τους ορίζοντες και συνέβαλαν στην εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Από τον Πυθέα, που το 300 π.Χ. ανακάλυψε την Αγγλία και τη Σκανδιναβία, έως τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Μακεδόνα στρατηγό που κατέκτησε τη Μέση Ανατολή και έφτασε μέχρι τις ανατολικές Ινδίες. Τον Χριστόφορο Κολόμβο, τον μεγάλο εξερευνητή που ανακάλυψε την Αμερική. Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τον σπουδαίο Μαγγελάνο, που πρώτος έκανε τον γύρο του κόσμου, σε μια επικίνδυνη αποστολή στη θάλασσα που διήρκεσε τρία ολόκληρα χρόνια και άλλαξε για πάντα τον ρου της ιστορίας. Τον κάπτεν Τζέιμς Κουκ, που τον δέκατο όγδοο αιώνα ανακάλυψε την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Τους μεγάλους εξερευνητές του εικοστού αιώνα, τους Νορβηγούς Ρόαλντ Άμουντσεν και Ρόμπερτ Πίρι, που ανακάλυψαν τον Βόρειο και τον Νότιο Πόλο αντίστοιχα. Και φυσικά του πρωτοπόρους του διαστήματος, τους κοσμοναύτες Γιούρι Γκαγκάριν και Νιλ Άρμστρονγκ, που πρώτοι ταξίδεψαν μακριά απ’ τη Γη και άνοιξαν τον δρόμο για την κατάκτηση του διαστήματος. Εκείνη τη νύχτα, ολόκληρη η ανθρωπότητα με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσε μπροστά στους ασπρόμαυρους δέκτες το πρώτο βήμα του ανθρώπου στη Σελήνη και άκουγε την απομακρυσμένη του φωνή από το φεγγάρι. Οι πρωτοπόροι της διανόησης, που, για να παραφράσω τα λόγια του Τζον Μέιναρντ Κέινς, προτιμούσαν να αποτύχουν ανορθόδοξα από μια συμβατική επιτυχία. Οι μεγάλοι αυτοί άντρες, που καθόρισαν το μέλλον της ανθρωπότητας σε μια αναζήτηση για το άγνωστο και κέρδισαν μια θέση στην αιωνιότητα. Τους ζήλευα τόσο πολύ, πόσο θα ’θελα να τους μοιάσω και εγώ μια μέρα!

Τα έντονα στοιχεία δικά μου, γιατί θαρρώ πως ο αφηγητής αυτό-ψυχαναλύεται επαρκώς, ώστε δίνει επεξεργασμένη «τροφή» στο μυαλό του συνδημιουργικού αναγνώστη.

Προχωρώντας στην ανάγνωση, διαπιστώνουμε αναλογίες με τη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα της κρίσης (των μνημονίων και του κορωνοϊού), όμως η δράση μετατοπίζεται σε ένα απομονωμένο χωριό της Σκωτίας, που παρακμάζει λόγω εσωτερικής μετανάστευσης και συνεπακόλουθης γήρανσης του πληθυσμού:

Είμαι είκοσι πέντε ετών. Τα τελευταία δύο χρόνια περίπου, ζω και εργάζομαι στους ψηλούς λόφους κάπου στις βορειανατολικές ακτές της Σκωτίας. Πολλοί είναι αυτοί που θα υποστηρίξουν πως δεν είναι μέρος για έναν νεαρό με όνειρα· και η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι νέοι έχουν εγκαταλείψει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την επαρχία για την πρωτεύουσα, το Εδιμβούργο, και άλλοι ακόμα πιο μακριά, για το κοσμοπολίτικο Λονδίνο. Οι περισσότεροι φεύγουν για σπουδές και δεν ξαναγυρίζουν ποτέ· πίσω μένουν όσοι τελείωσαν ή εγκατέλειψαν το σχολείο, όσοι ασχολούνται με την ύπαιθρο, όσοι καταπιάνονται με χειρωνακτικές εργασίες. Έτσι, σε όλη τη γύρω περιοχή πλειοψηφούν οι μεσήλικες και οι προχωρημένες ηλικίες, η ζωή φθίνει σθεναρά, η παράδοση και η πίστη εδραιώνονται ολοένα και πιο πολύ και η προκατάληψη σε καθετί καινούριο και διαφορετικό κυριαρχεί παντού.

Ανάμεσα στους καταπράσινους λόφους, που δεν αποβάλλουν το χρώμα τους ούτε το μεσοκαλόκαιρο, ξεχωρίζει η όμορφη κωμόπολη του Ινβερνές. Εδώ μεγάλωσα, εδώ βρίσκεται το πατρικό μου, το οποίο εγκατέλειψα μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τον τραγικό χαμό του πατέρα μου. Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από το σπίτι των παιδικών μου χρόνων, αλλά ακόμη και σήμερα αδυνατώ να σταθώ μέσα στο σπίτι που φιλοξένησε τις τελευταίες ώρες του. Από τότε, το σπίτι παραμένει ερμητικά κλειστό και το επισκέπτομαι σπάνια, μα φροντίζω για τη διατήρησή του από νοσταλγία και σεβασμό στη μνήμη του πατέρα μου.

Το ψηλοτάβανο αρχοντικό βρίσκεται πλάι στις όχθες του ποταμού Νες, που διασχίζει την όμορφη πόλη από άκρη σε άκρη και από τον νότο έως τον βορρά μέχρι τις εκβολές του, κάτω στο Μπιούλι Φερθ και στον ανοιχτό κόλπο του Μόρεϊ. Πίσω στον δέκατο έβδομο αιώνα, ντόπιοι τεχνίτες της πέτρας σήκωσαν δυο πέτρινες πεζούλες σε όλο το μήκος του ποταμού –και στις δυο μεριές, κοντά στο ένα με ενάμισι μέτρο ύψος– για να εμποδίσουν την υπερχείλισή του, που απειλούσε τα σπαρτά τους, μα και για να μην πνίγονται μέσα στα ορμητικά νερά του όσα ζωντανά ξεστράτιζαν απ’ τα κοπάδια τους.

Η απόλυτη χωροχρονική μετατόπιση χωρίς καμία εξιδανίκευση, εκτός ίσως από την «αισιοδοξία της ανάμνησης», όπως έγραφε ο ακαδημαϊκός Ευάγγελος Παπανούτσος στην Ψυχολογία του.

Οι ρομαντικές περιγραφές και η αποθέωση της φύσης λειτουργούν λυτρωτικά στον σημερινό αστό αναγνώστη, ενόψει των προμηνυμάτων της κλιματικής αλλαγής και της πλήρους αλλοτρίωσης κι απομάκρυνσης τού σύγχρονου Homo Interneticus τόσο από τον «φυσικό άνθρωπο» του Ρουσώ, όσο και από τον πολυμήχανο και δραστήριο, επινοητικό τεχνίτη Homo Sapiens:

Γνωρίζω απέξω κάθε γωνιά, κάθε σπιθαμή της μικρής αυτής πόλης. Δεν υπάρχει μέρος που να μη γύρισα καβάλα στο ποδήλατό μου όταν ήμουν παιδί. Όλη η ζωή περιστρέφεται γύρω από τον ποταμό που διασχίζει ολόκληρη την πόλη απ’ άκρη σε άκρη. Εξού και το όνομά της: Ινβερ-νές, η πόλη στο στόμα του ποταμού Νες. Από έναν μικρό ξύλινο φεγγίτη στη στέγη του υπνοδωματίου μου, σαν κόλλαγα τα αθώα παιδικά μου μάγουλα πάνω στα παγωμένα τζάμια, μπορούσα να ατενίσω ολόκληρο τον ποταμό να κατηφορίζει, να εισβάλλει στην κυριολεξία στην αυλή μας, για να στρίψει λοξά την τελευταία στιγμή λίγα μόνο μέτρα πριν, να μας προσπεράσει και να συνεχίσει την κάθοδό του έως τις εκβολές του, στον κόλπο του Μόρεϊ και τα νερά του Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που το πρωί ξύπναγα από τα ορμητικά νερά του, τις ημέρες που ακολουθούσαν τις συνεχείς βροχοπτώσεις.

Οι μονότονες λυχνίες αερίου πάνω απ’ τους μοναχικούς χειμωνιάτικους δρόμους, αναδείκνυαν την υγρασία στο υγρό έδαφος, και ο υπέρλαμπρος ουρανός με τα πολυάριθμα αστέρια γέμιζαν το παράθυρο της μικρής μου κάμαρης, και χάζευα τα άστρα πολλές φορές μέχρι να νυστάξω, τα βλέφαρά μου να βαρύνουν τελικά και να ονειρευτώ. Και θυμάμαι σαν να ’ναι χθες τα λόγια της αγαπημένης μου νταντάς, να μου λέει πως τα αστέρια δεν είναι παρά οι ψυχές όσων αποχωρούν απ’ τη ζωή και μας γνέφουν και μας βλέπουν από κει ψηλά.

Ενόσω ήμουν ακόμη παιδάκι, πίστευα πως οι διάττοντες αστέρες, τα πεφταστέρια όπως λένε, ήταν μεγάλοι πλανήτες που έρχονταν από πολύ μακριά να συναντήσουν τη Γη. Όταν κάποιο αστέρι έπεφτε ψηλά από τον ουρανό, έτρεχα ξυπόλητος στο παράθυρό μου για να δω πού θα προσγειωθεί. Έτρεχα γρήγορα και οι κάτασπρες πατούσες μου ακούμπαγαν πάνω στο κρύο πάτωμα, ώστε να προλάβω να δω ένα αστέρι να πέφτει.

Αισθητική που παραπέμπει στο «μεγάλο μυθιστόρημα» του δέκατου ένατου αιώνα.

Και η «μαγική σκέψη» που συνόδευε τους πρωτόγονους έχει όμως ριχτεί στην πυρά από τον σύγχρονο τεχνολογικό μεσαίωνα («Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» για τον Φρόυντ και για όλους μας):

Σαν μεγάλωσα, ο πατέρας μου ήταν αυτός που μου εξήγησε πως οι διάττοντες αστέρες δεν ήταν αστέρια στην πραγματικότητα, αλλά αστρική σκόνη και μικρά σωματίδια που εισέρχονται στην ατμόσφαιρα της Γης με μεγάλη ταχύτητα και με την τριβή ακτινοβολούν και διαλύονται μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Όταν είναι αρκετά μεγάλα και φτάνουν μέχρι την επιφάνεια της Γης, ονομάζονται μετεωρίτες. Απογοητεύτηκα στην αρχή σαν το άκουσα –νόμιζα πως κάποιος εξωγήινος θα μπορούσε κάποια μέρα να φτάσει στη Γη πάνω σε ένα τέτοιο αστέρι–, συνέχισαν πάντως να με γοητεύουν σαν άναβαν και έσβηναν και διέσχιζαν με τρομακτική ταχύτητα τον ουρανό. Μέσα μου δεν ήθελα να πιστέψω κάτι τέτοιο.

Η λεγομένη «φανταστική λογοτεχνία» ερωτοτροπεί, αλλά δεν παραπέμπει στην παιδική ηλικία της ανθρωπότητας. Αντίθετα, το μεγαλείο να μετράμε τα αστέρια και να κοιτάμε τον έναστρο ουρανό με δέος είναι καθαρά ανθρώπινο στοιχείο και οδήγησε στο μεγαλείο της φιλοσοφίας, της τέχνης, της υψηλής λογοτεχνίας.

Ξαναγυρίζουμε στον ψυχολογισμό αυτής της θελκτικής γραφής, που απέχει από κάθε εκλαϊκευμένη θεώρηση του Αγνώστου, αλλά χρησιμοποιεί δημοφιλή μοτίβα προκειμένου να χτίσει πάνω στα στερεότυπα παρά να τα αποδομήσει:

Πόσες δεν ήταν οι φορές που είχα ονειρευτεί εξωγήινους – ένα εκτυφλωτικό φως να πλησιάζει αργά το βράδυ έξω από το παράθυρό μου και εγώ να επιβιβάζομαι πρόθυμα πάνω στο εξωγήινο σκάφος. Αλλά πάλι, σκεφτόμουν τον πατέρα μου· δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τον αφήσω πίσω, αν θα μπορούσα να ζήσω για πάντα χωρίς αυτόν.

Από αυτή την άποψη, είναι μια παραδοσιακή άρνηση της μετανεωτερικότητας σε κάθε αφηρημένη ή μεταιχμιακή εκδοχή της. Σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο της φυσικής, κάθε δράση προκαλεί αντίδραση και η αποδόμηση οδηγεί αναπόφευκτα στην αναδημιουργία, με δομικά στοιχεία από την παράδοση.

Ο μέσος αναγνώστης έχει κουραστεί από τα μεταμοντέρνα φληναφήματα και διατρέχει ξανά την ελικοειδή κλίμακα προς τα πάνω, ενώ σε προβολή επί χάρτου δύο διαστάσεων φαίνεται σαν να πισωγυρίζει. Όμως το ρεύμα του Ηράκλειτου δεν γυρίζει πίσω και καθετί νέο είναι αναγκαστικά καινοφανές όταν είναι αυθεντικό και τίμιο, όπως αυτό το γραπτό.

Και φτάνουμε στο στοιχείο της «τερατείας», που διαφοροποιεί το «φανταστικό» από την ευπώλητη λογοτεχνία φυγής:

Στον ποταμό Νες λέγεται πως το 565 μ.Χ. πρωτοεμφανίστηκε το τεράστιο τέρας του Λόχνες, όταν ο άγιος Κολούμπα το εκδίωξε πίσω στα νερά της λίμνης, όταν εκείνο επιτέθηκε σε έναν ακόλουθό του που πλενόταν στα νερά του. Έκτοτε, το μυθικό τέρας πιστεύεται ότι ζει και τρέφεται στην τεράστια λίμνη του Λόχνες, πέρα στην ενδοχώρα, και χρησιμοποιεί τα κανάλια και τους παραποτάμους για να κινείται. Πάνε κι έρχονται οι ιστορίες γύρω από το τέρας. Ως μικρά παιδιά, τρομάζαμε – ειδικά τις ημέρες με πανσέληνο, που φημολογούταν ότι το τέρας ανέβαινε στην επιφάνεια σε αναζήτηση άτακτων αγοριών, σύμφωνα πάντα με τις ιστορίες που μας διηγούνταν οι μανάδες μας για να μας νουθετήσουν. Σαν μεγάλωσα, και στα πηγαδάκια των μεγαλυτέρων κυκλοφορούσαν οι ίδιες ακριβώς ιστορίες, περισσότερο όμως για να συντηρηθεί ο μύθος. «Ω, να το τέρας!» φωνάζαμε παιδιά και δεν τολμούσαμε να πλησιάσουμε τα νερά της λίμνης όταν νύχτωνε για τα καλά και έπεφτε βαθύ σκοτάδι. Ακόμα και αυτός ο ατρόμητος Γιόνας, το πιο μεγαλόσωμο παιδί σε ολάκερο το χωριό, έτρεμε στο άκουσμά του. Σε έναν διαγωνισμό για ζωγραφιές στο δημοτικό, μια φορά σχεδόν τα μισά αγόρια του χωριού ζωγράφισαν το μυθικό τέρας – τα κορίτσια περιορίστηκαν στο να ζωγραφίζουν πρίγκιπες, σπιτάκια και όμορφα κάστρα. Ήταν γκρίζο, στα χρώματα του ποταμού, και τεράστιο, το σώμα του στρογγυλό όσο πέντε μεγάλα σπίτια μαζί και είχε μακρύ λαιμό, ίσα με το μεγάλο καμπαναριό, μα και ένα μεγάλο κεφάλι σαν του φιδιού. Κουνούσε τη μακριά, πελώρια ουρά του και κινούταν αθόρυβα, μα τα απόνερα και τα κύματα που κατέφθαναν αργοπορημένα ήταν ικανά να αναποδογυρίσουν όλες τις αγκυροβολημένες βάρκες σε κάθε του πέρασμα.

Αρκετά όμως για το πατρικό μου και τα παιδικά μου χρόνια· θα επανέλθω σε αυτά αργότερα.

Εδώ ο μύθος, είτε ως «αστικός μύθος» είτε ως ιστορικώς παραδομένη παραβολή ή αλληγορία, είτε ακόμα και ως απλή λογοτεχνική σύμβαση χάριν δραματικής οικονομίας, διαφοροποιεί την αφήγηση και καθορίζει το είδος, που είναι αμιγές και όχι μετανεωτερικό υβρίδιο.

Οι επιδέξιες μετατοπίσεις στον χωροχρονικό καμβά καταδεικνύουν αφηγηματική επιδεξιότητα. Από το τρομακτικό μυθολογικό υπόβαθρο, ξαναγυρίζουμε στο σκηνικό του «εδώ και τώρα» της αφήγησης:

Η κωμόπολη είναι όμορφη και γραφική, με πολλούς τουρίστες να την επισκέπτονται ιδιαίτερα τους ζεστούς θερινούς μήνες. Κατά καιρούς, διάφοροι εξερευνητές έρχονται και διανυκτερεύουν στην πόλη μας, γοητευμένοι από τις ιστορίες για το τέρας του Λόχνες· εμφανίζονται ξαφνικά από το πουθενά, σε ομάδες δυο-τριών το πολύ, και εξαφανίζονται το ίδιο γρήγορα, θεωρούν πως πρώτοι αυτοί θα φωτογραφήσουν το μυθικό τέρας, συζητούν χαμηλόφωνα και κινούνται μυστικά. Εγώ θεωρούσα πάντα τις ιστορίες αυτές αστείες και αυτούς ελαφρόμυαλους, θύματα της φαντασιοπληξίας του ανθρώπινου νου.

Το στοιχείο της ειρωνείας λειτουργεί ως αυτοσαρκασμός στην απομυθοποίηση των λεγομένων από τον ίδιο τον δρώντα (και πάσχοντα) αφηγητή-ήρωα.

Έντονη η δραματικότητα, που οξύνεται περαιτέρω χάρη στον αυτοσχολιασμό του ομιλούντος προσώπου, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον γράφοντα μυθιστοριογράφο (κάτι αυτονόητο μεν για τους μυημένους αναγνώστες-θεατές, όχι όμως και για τους πρωτόπειρους).

Και το στοιχείο γκόθικ συνδυάζεται με την επιτυχημένη νεανική λογοτεχνία:

Τα περισσότερα –αν όχι όλα– τα αρχοντικά της πόλης είναι γοτθικού ρυθμού, ενώ υπάρχουν ακόμη μεσαιωνικά κάστρα εποχής, καθεδρικοί ναοί και εκκλησιές από τον προηγούμενο αιώνα εξακολουθούν να δεσπόζουν. Από κοντά και οι επιβλητικές πεζογέφυρες που συνδέουν και ενώνουν την πόλη πάνω από τον ποταμό. Σε μια από αυτές έδωσα το πρώτο μου φιλί, στην πρώτη στη μεγάλη μου αγάπη από το σχολείο. Ένα πεταχτό φιλί στα μάγουλα της Λάιλα – ούτε και εγώ κατάλαβα πώς αποτόλμησα κάτι τέτοιο, καθώς ήμουν ιδιαίτερα ντροπαλός όταν ήμουν παιδί. Κοκκίνισα όπως το παντζάρι και έφυγα τρέχοντας, καβάλα στο ποδήλατό μου. Έκανα πετάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσα, απομακρύνθηκα δίχως να κοιτάξω πίσω. Εκείνη παρέμεινε μόνη πάνω στη γέφυρα, δεν ξέρω τι απόγινε. Την επομένη στο σχολείο έκανα σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό, ντρεπόμουν ακόμα και να την κοιτάξω.

Η πόλη παραμένει μικρή και διατηρεί ακόμη και σήμερα τον μικρόκοσμο της γειτονιάς, όλοι φαίνεται να γνωρίζουν τους πάντες και είναι αδύνατο να περιηγηθείς στο κέντρο χωρίς να ανταμώσεις συγγενείς και φίλους – και είναι αυτό που την κάνει ζεστή και ανθρώπινη. Από την άλλη, της προσδίδει μια ομοιογένεια δυσανεκτική σε καθετί καινούριο και διαφορετικό, συντηρητική και καθόλου φιλελεύθερη. Τα νέα κυκλοφορούν σαν την αστραπή από τη μια στιγμή στην άλλη, από στόμα σε στόμα, πριν ακόμη προλάβουν να το μεταδώσουν τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις, που εκείνη την εποχή είχαν κάνει την εμφάνισή τους και όλοι έσπευσαν να αποκτήσουν ένα από δαύτα τα «χαζοκούτια».

Η φύση, σταθερό leitmotiv, επαναφέρει την αφήγηση στα πρωταρχικά ρυθμικά της μοτίβα. Η μουσικότητα του λόγου καθιστά αυτό το εγχείρημα εξόχως ποιητικό:

Την άνοιξη και το καλοκαίρι το ανοιχτοπράσινο της φύσης, γεμάτο ζωή και αίσθηση αισιοδοξίας, κυριαρχεί παντού και η πόλη προσφέρεται για μεγάλους περιπάτους και εκδρομές. Σαν μεγάλωσα, προτιμώ του μοναχικούς περιπάτους και τα πέτρινα ιστορικά γεφύρια τους βροχερούς φθινοπωρινούς μήνες. Στην απέναντι όχθη, σε περίοπτη θέση, δεσπόζει ο καθεδρικός ναός του Αγίου Μάρκου, που χτίστηκε στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, Είναι επιβλητικός, φτιαγμένος από κοκκινόχρωμη πέτρα που συναντάται μόνο στην περιοχή μας, με τους δύο ψηλούς πύργους αρμονικά χτισμένους στον χρόνο, πλάι-πλάι με τα καμπαναριά τους. Είναι αδύνατο να μην τον αντικρίσεις σαν κατεβείς στο κέντρο της πόλης και πάντα θα ξεκλέψω λίγο από τον χρόνο μου για να περπατήσω προς τα εκεί, σε μικρή απόσταση από την απέναντι όχθη του ποταμού.

Η πόλη περιγράφεται ως εφιαλτική δυστοπία:

Πάντα θεωρούσα πως η καλύτερη ώρα για να επισκεφτεί κανείς την πόλη μας είναι νωρίς το ξημέρωμα. Το χάραμα, πριν την ανατολή, προτού κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες ηλιαχτίδες και το φως είναι αρκετό. Τα χλωμά κτήρια φωτίζονται και αυτά, οι ψηλοί τοίχοι και τα σκοτεινά σοκάκια ζωντανεύουν στο πρώτο φως και η σκιά αποσύρεται νικημένη. Η πόλη σηκώνεται αργά στα πόδια της, ο κόσμος παραμένει λιγοστός στους δρόμους και η ησυχία της νύχτας είναι έτοιμη να παραδώσει τα ηνία στη βουή και την οχλαγωγία της καθημερινότητας. Η ατμόσφαιρα είναι πεντακάθαρη, μα η ψύχρα της νύχτας παραμένει αισθητή και χρειάζονται βαριά ρούχα για τον παρατηρητή. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια παραμένουν ήσυχα, καθαρά από τα έργα της μέρας των ανθρώπων. Τα κορναρίσματα και το μποτιλιάρισμα στους δρόμους δεν έχουν προλάβει να κάνουν την εμφάνισή τους και υπάρχει ακόμη αρκετός χρόνος για να απολαύσεις έναν ζεστό καφέ και τη μυρωδιά ενός φρεσκοψημένου κρουασάν στο γωνιακό μαγαζάκι των Σμιθ, πλάι στα τρεχούμενα κανάλια.

Όμως η συνακόλουθη νοσταλγική περιγραφή του σχολείου παραπέμπει στις καλογραμμένες σελίδες της εφηβικής λογοτεχνίας:

Λίγο πιο πέρα, κινούμενος ανατολικά, θα συναντήσεις το σχολείο μου. Παραμένει το ίδιο και απαράλλακτο, αψηφώντας τον χρόνο, όντας ακόμη και σήμερα ένα παλιό, διατηρητέο και μουντό κτήριο. Ο προαύλιος χώρος γεμίζει με ζωντάνια από τα παιδιά με τις ασορτί στολές και συχνά μοιάζει λίγος για να τα χωρέσει. Θυμάμαι πως δεν προλάβαινε να χτυπήσει το κουδούνι και ξεχυνόμουν στην αυλή, με μια μπάλα στα πόδια. Ξοπίσω μου έτρεχαν όλα τα αγόρια της τάξης. Τα κορίτσια, πιο μετρημένα, έπαιζαν σχοινάκι και κουτσό ή έφτιαχναν πλεξούδες στα μαλλιά. Χόρευαν γύρω-γύρω σαν μπαλαρίνες, ανασηκωνόταν ο ποδόγυρός τους και ήταν η μοναδική φορά που έστω και για λίγο τα καλλίγραμμα, τα λιγνά και όμορφα νεανικά τους πόδια αποκαλύπτονταν κάτω από τη μακριά σχολική ποδιά, που έκρυβε τα πάντα. Άκουγα τα πατήματά τους και λαχταρούσε η καρδιά μου. Μια φορά, άθελά μου, κρυφάκουσα τη Λάιλα να συζητά με τις φίλες της, να κάνουν όνειρα για έναν πρίγκιπα καβάλα σε ένα ολόλευκο άλογο, που την οδήγησε λέει σε έναν ψηλό πύργο και έζησαν εκεί για πάντα. Τα άλλα αγόρια στην τάξη τις κορόιδευαν τακτικά, τις αποκαλούσαν περιπαιχτικά «οι μικρές πριγκίπισσες», μα εγώ ακόμη θυμάμαι τα λόγια της, παραμένουν βαθιά χαραγμένα μέσα στο μυαλό μου.

Η εκτενής και εκ του συστάδην κριτική ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου έγινε για λόγους διδακτικούς, επειδή είναι η πιο καλογραμμένη «έκθεση» αφηγημάτων που έχω διαβάσει τα τελευταία δέκα χρόνια.

Φυσικά, δεν θα ακολουθήσουμε την ίδια τακτική στα επόμενα δώδεκα κεφάλαια (εν συνόλω δεκατριών, συμπεριλαμβανομένου του επιλόγου), πρώτον για να μην προδώσουμε το ακριβές περιεχόμενο, την ανέλιξιν και τη λύσιν του δράματος, και δεύτερον γιατί θα ξέφευγε από τα όρια της αναλυτικής κριτικογραφίας.

Πρόκειται για έναν λόγο συνεκτικό, άριστα δομημένο, με εκτενείς γλαφυρές περιγραφές ρομαντικού τύπου που θα ταίριαζαν άνετα σε ένα «μεγάλο μυθιστόρημα» του δέκατου ένατου αιώνα, μπολιάζεται όμως εδώ με κινηματογραφικές εικονοπλασίες και ραδιοφωνικούς που επιταχύνουν τη δράση και ενισχύουν την αγωνία του σύγχρονου αναγνώστη να καταλήξει στο «διά ταύτα». Η ενασχόλησή μας με τις φωτεινές οθόνες και οι διαδικτυακές ταχύτητες (ολοένα επιταχυνόμενες, μέχρι τα όρια των αντοχών του νευρικού μας συστήματος) παραλλάσσουν διαρκώς τα αφηγηματικά δεδομένα, δημιουργώντας υβρίδια, η καλή όμως λογοτεχνία επιβιώνει εις πείσμα των καιρών, όταν είναι καλοχτισμένη και δομημένη με τα καλύτερα και δοκιμασμένα από την παράδοση γλωσσικά υλικά, όπως γίνεται εδώ, σε αυτό το αριστουργηματικό βιβλίο, που μπορεί να αξιοποιηθεί και ως υπόδειγμα σε εργαστήριο εξασκήσεως αφηγηματικών τεχνικών του σήμερα.

Ας τονίσουμε πώς αξιοποιούνται στο έπακρον νεωτερικές τεχνικές από τις καλές εποχές του καταχρησιμοποιμένου (και καταχρασθέντος εν πολλοίς) μοντερνισμού, όπως είναι η χρονική αναδρομή (κοινώς «flash back»), όπως στο κεφάλαιο με τίτλο «Τα πρώτα χρόνια». Γενικά, οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι καθαρά υποδηλωτικοί και χρηστικοί, σαν σκηνικές οδηγίες σε φροντισμένο σενάριο.

Ας πάμε όμως στην κυκλική επανέκθεση, που αναδομεί χωρίς να ανατρέπει τα αφηγηματικά δεδομένα του πρώτου κεφαλαίου. Στο όγδοο κεφάλαιο, με τίτλο «Τα πρώτα χρόνια», διαβάζουμε μια άλλη, παράλληλη εκδοχή του ήδη αφομοιωμένου:

Τα πρώτα παιδικά μου χρόνια ήταν από κάθε άποψη συναρπαστικά. Μπορεί να μην είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τη μητέρα μου, μα από τους τόσους ανθρώπους που πέρασαν κατά καιρούς από το σπίτι μας έχω αμέτρητες ιστορίες να θυμάμαι. Πολλές από αυτές είναι αστείες, μου προκαλούν άφθονο γέλιο ακόμη και σήμερα όταν τις αναπολώ, και άλλες είναι περίεργες, σε σημείο που συχνά να αναρωτιέμαι πώς μπορεί όλα αυτά να συμβαίνουν σε εμένα.

Μεγάλωσα στο σπίτι της οδού Φίνσμπουρι, εκεί πέρασα τα περισσότερα παιδικά μου χρόνια. Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από το πατρικό μου, μα εκεί σημειώθηκε και η τραγική κατάληξη του πατέρα μου, που με σημάδεψε για πάντα. Το σπίτι μας, ένα παλιό επιβλητικό αρχοντικό, βρισκόταν πλάι στον ομώνυμο ποταμό και είχε μια μεγάλη, εγκαταλελειμμένη τις περισσότερες φορές, αυλή στην πίσω μεριά. Το δωμάτιό μου βρισκόταν ακριβώς κάτω από την ξύλινη στέγη· ήταν αρκετά άνετο, με έναν μικρό φεγγίτη. Πόσες μα πόσες φορές δεν ήταν που είχα ξυπνήσει τρομαγμένος από τους θορύβους, πότε από πουλιά και σπανιότερα από τρωκτικά που τρύπωναν κάτω από τη στέγη μας. Ο πατέρας μου κάθε χρόνο προσλάμβανε διάφορους τεχνικούς και άλλους μαστόρους να επιδιορθώσουν τη στέγη, αλλά το πρόβλημα έμοιαζε άλυτο και εμφανιζόταν και πάλι ύστερα από λίγο καιρό.

Το δωμάτιό μου δεν έμοιαζε με αυτό των άλλων παιδιών της ηλικίας μου. Το κρεβάτι μου ήταν τοποθετημένο στο κέντρο, κάτω από τον φωτεινό φεγγίτη· το είχα βάλει εγώ ο ίδιος εκεί και ολόγυρα είχα τοποθετήσει όλα μου τα πράγματα, τα βιβλία μου, τα τετράδιά μου, το γραφείο μου και όλα τα παιχνίδια μου. Μέσα από τον μικρό φεγγίτη στην οροφή, με το που ξάπλωνα, το απαλό φεγγαρόφως χάιδευε το πρόσωπό μου τις νύχτες με ξαστεριά και ήταν και πάλι το πρώτο φως της ημέρας που με ξυπνούσε νωρίς το πρωί. Σε μια ξύλινη συρταριέρα, δίπλα στην πόρτα που έτριζε, θυμάμαι, πως όλο και περισσότερο με τον καιρό, είχα ανοίξει μια μικρή τρύπα στο τελευταίο συρτάρι. Αυτή ήταν η κρυψώνα μου, εκεί έκρυβα τα πολύτιμά μου αντικείμενα: το πρώτο μου μπλε αυτοκινητάκι, ένα μπρελόκ της αγαπημένης μου ομάδας, μα και το ρολόι του πατέρα μου σαν πέθανε, κάτι για να τον θυμάμαι για όλη μου τη ζωή.

Εκεί φυλούσα και τους αγαπημένους μου βόλους, με τους οποίους έπαιζα με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Πρώτα σκαλίζαμε έναν μικρό κύκλο στο χώμα και εκεί μέσα βάζαμε όλους τους βόλους μας – τα «πιριλλιά», όπως τα έλεγαν. Μετά, ο καθένας μας στόχευε και όποιος βόλος έβγαινε από τον κύκλο γινόταν δικός σου. Ήμουν άσος στο παιχνίδι, πραγματικό σαΐνι, και κέρδιζα όλους στο χωριό. Ήταν πολλοί, διάφοροι βόλοι: ήταν τα απλά, τα «γυάλινα», με τα διάφορα χρώματα τα οποία φάνταζαν σαν κοράλλια μέσα τους, τα «αξίας», που έμοιαζαν με μπλε, άσπρα και μαύρα μαργαριτάρια, αλλά υπήρχαν και αυτά που καθρεφτίζανε, τα πιο… industrial! Ήξερες πως σαν πόνταρες ένα τέτοιο «πιριλλί», ισοδυναμούσε με δυο-τρία κανονικά!

Η κουζίνα μας, η ψυχή του σπιτιού, ήταν τεράστια, με θεόρατα ψηλά ταβάνια –όπως και ολόκληρο το σπίτι– και τα ντουλάπια ήταν επίσης πελώρια. Είχε δύο μεγάλους μαρμάρινους νεροχύτες τοποθετημένους πλάι-πλάι, όπου με δυσκολία έφτανα να ανοίξω τη βρύση και αναγκαζόμουν να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου, μέχρι να μεγαλώσω και να ψηλώσω. Σκαρφάλωνα στην κυριολεξία για να καταφέρω να πλύνω ένα τσαμπί σταφύλι και οι ρώγες του έπεφταν στο πάτωμα και ο πατέρας μου, που πάταγε καμιά συχνά, μου έλεγε «Βρε γιε μου, πρόσεχε!», μα πάντα με συγχωρούσε. Στο μέσο του δωματίου έστεκαν οι μεγάλες εστίες με φωτιά και οι δυο ξυλόφουρνοι που ζύμωναν και έψηναν ψωμί οι νταντάδες μου. Μοσχομύριζε όλο το σπίτι και η απίθανη μυρωδιά δραπέτευε και, μέσα από την παλιά ξύλινη σκάλα, τρύπωνε στο δωμάτιό μου – και αυτός ήταν ένας επιπλέον λόγος για να σηκωθώ νωρίτερα το πρωί. Δίπλα υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Εκεί μαζευόμασταν όλοι και τρώγαμε πρόχειρα όταν δεν είχαμε προσκεκλημένους και όταν δεν προτιμούσαμε το μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία, με τις δώδεκα ξύλινες και ασήκωτες καρέκλες τριγύρω του.

Η τραπεζαρία μας ήταν πολύ παλιά. Άκουσα τον πατέρα μου μια φορά να λέει πως ήταν διακοσίων χρονών, ίσως και παραπάνω, και την είχε αγοράσει από κάποιον παλιό αντικέρ, μετά από πολλά παζάρια, χρόνια πριν γεννηθώ. Από πάνω κρεμόταν ένας μεγάλος πολυέλαιος, πλαισιωμένος ολόγυρα με μπόλικα φώτα από μπρούτζο, ο οποίος φαινόταν πολύ βαρύς και στηριζόταν σε ένα και μόνο σημείο στην οροφή. Πολλές φορές τον παρατηρούσα από χαμηλά και μετρούσα την ώρα, σκεφτόμενος πότε θα αποκολληθεί από το ταβάνι και θα προσγειωθεί στο τραπέζι και πάνω στα κεφάλια μας.

Ο πατέρας μου είχε προτίμηση στις αντίκες και τα παλιά αντικείμενα, και κάπως έτσι το σπίτι μας ήταν γεμάτο με παλιά, ακριβά αντικείμενα που αγόραζε από μαγαζιά, μα και από το εξωτερικό και από πλειστηριασμούς παλαιών αρχοντικών. Το γραφείο του ήταν από σκούρο πολύτιμο ξύλο, αρκετά ευρύχωρο, και ήταν το δωμάτιο που ενέπνεε τον μεγαλύτερο σεβασμό απ’ όλα τα υπόλοιπα μέσα στο σπίτι απλώς γιατί ήταν του πατέρα μου, και πάντα θα χτυπούσαμε πρώτα την πόρτα πριν μπούμε – η οποία ήταν σχεδόν μονίμως κλειστή, είτε ήταν μέσα ο πατέρας μου είτε όχι. Παραδίπλα και δίπλα στην κύρια είσοδο υπήρχε η μεγάλη βιβλιοθήκη, την οποία επισκεπτόταν τακτικά ο πατέρας μου για να βρει κάτι και να επιστρέψει, αρκετά απορροφημένος, και πάλι στο γραφείο του. Παντού υπήρχαν ψηλά παράθυρα μέσα στο αρχοντικό μας και άπλετο φως εισχωρούσε από τις βαριές πολύτιμες κουρτίνες. Μόνο το γραφείο του πατέρα μου παρέμενε σκοτεινό, όπου μελετούσε με τις ώρες κάτω από το φως της μιας και μοναδικής λάμπας και η μπαλκονόπορτά του ήταν μόνιμα σφαλισμένη.

Μία μεγάλη ξύλινη σκάλα, στηριγμένη στη μια μεριά του τοίχου, οδηγούσε στα πάνω δωμάτια. Έφερνα ατελείωτες τσουλήθρες πάνω-κάτω σε αυτή τη σκάλα με τους φίλους μου, όπως ατελείωτες ήταν και οι τούμπες και ανώμαλη η προσγείωση πάνω στο χαλάκι της εισόδου. Από την κεντρική είσοδο, σαν έβγαινες παραέξω, έβαζες το πόδι σου απευθείας στο πεζοδρόμιο που παίζαμε όταν ήμασταν μικροί – δυο πλατύσκαλα όλα και όλα μας χώριζαν από την ησυχία και την αδιακρισία των περαστικών και την εμπορική ζωή της πόλης, λίγα μόλις μέτρα απόσταση από το ιστορικό κέντρο.

Η πρώτη νταντά που ήρθε να μείνει μαζί μας με μεγάλωσε από μωρό παιδί μέχρι να γίνω σχεδόν πέντε ετών. Ήταν εκείνη που στέριωσε περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα στο σπίτι μας. Ήταν χωριάτισσα και τούτο ήταν εμφανές από την προφορά της, αλλά και από τον τρόπο που συμπεριφερόταν. Είχε αποκτήσει ένα κορίτσι σε νεαρή ηλικία από έναν αποτυχημένο γάμο, που σπάνια πάντως ανέφερε. Με την κόρη της ήμασταν πάνω-κάτω συνομήλικοι και μεγαλώσαμε μαζί, σαν να ήμασταν αδέρφια. Μα και ο πατέρας μου κάπως έτσι την αντιμετώπιζε. Όποτε έφερνε δώρα σε μένα έφερνε και σε κείνη και θυμόταν πάντα τα γενέθλιά της. Την έλεγαν Ελάιζα – πολύ ωραίο όνομα, σήμερα που το συλλογίζομαι, μα τότε τη φώναζα Έλλη για συντομία, όνομα που τελικά επικράτησε και όλοι έτσι την αποκαλούσαν. Ήρθαν να μείνουν μαζί μας ένα όμορφο καλοκαίρι μάνα και κόρη, και το καλοκαίρι εκείνο μου έχει μείνει αξέχαστο. Αργότερα, έμαθα πως μακρινοί συγγενείς ήταν που την πρότειναν στον πατέρα μου σαν χώρισε από τη μητέρα μου. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να του την προξενέψουν κάποια στιγμή, μα δεν ευοδώθηκε τελικά το προξενιό αυτό.

Τώρα ζει κάπου στο Κεντ της Αγγλίας και είναι παντρεμένη με έναν αρκετά μεγαλύτερό της συνταξιούχο, τον οποίο φροντίζει και περιποιείται κατάλληλα. Αλληλογραφούμε καμιά φορά και θα ήθελα πολύ να πάω να τη συναντήσω. Τη φωνάζω ακόμη και σήμερα «μάνα», αφού δεν γνώρισα μητέρα και αυτή ήταν ουσιαστικά που με μεγάλωσε.

Δεν πρόκειται για μοντερνιστική αναδίπλωση μήτε για μετανεωτερική ελευθεριότητα, αλλά για γεωμετρημένη αφηγηματική αρχιτεκτονική, τόσο μελετημένη που προσομοιάζει με μουσική σύνθεση μεγάλου, αξιοσημείωτου δημιουργού.

Το επίθετο «φανταστικός» σε όλα τα γένη και τις πτώσεις του εμφανίζεται δεκαπέντε φορές σε αυτό το πολυποίκιλο κείμενο, πλούσιο σε αληθινές εκφάνσεις του ιδεατού, γνήσιες τόσο που μοιάζουν απολύτως αληθοφανείς στη συνείδηση του αναγνώστη.

Κάθε καλογραμμένο αφήγημα παραδοσιακού τύπου και ιδιοφυούς αξιοποιήσεως των δοκιμασμένων μέσα στον χρόνο λογοτεχνικών τεχνικών και πρακτικών τελειώνει με μια μεγάλη «ανατροπή». Παρατηρείται εδώ κάτι τέτοιο; Ας διαβάσουμε προσεκτικά τα δύο τελευταία κεφάλαια.

Φυσικά, δεν θα σας προδώσω το μεγάλο μυστικό. Θα σας δώσω απλώς νύξεις και αποσπάσματα του επιλόγου, που, όπως το εισαγωγικό-προλογικό κεφάλαιο, εκθέτει το διακύβευμα και το επαληθεύει επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μας, εκείνες τις διαισθητικές λειτουργίες που μας καθιστούν ανήσυχους και συμμετοχικούς αναγνώστες (είτε μας προκαλούν τη λεγομένη «τραγική ειρωνεία» είτε όχι).

Διαβάζουμε λοιπόν στο καταληκτικό, συμπερασματικό, ανακεφαλαιωτικό κεφάλαιο τη λύσιν του δράματος:

Επίλογος

Έφτασε επιτέλους η μεγάλη μέρα. Η μέρα που η αγωνία μου και όλη η απίστευτη περιπέτεια που έζησα θα έφτανε στο τέλος της. Έφτασε η στιγμή που θα έχω όλες τις αποδείξεις στα χέρια μου, αποδείξεις για τη μεγαλύτερη ανακάλυψη που έγινε ποτέ ή απλώς τίποτα, ένα τίποτα, ένα δικό μου παραλήρημα δίχως τελειωμό.

Το πρώτο που έκανα με το που σηκώθηκα πρωί-πρωί ήταν να τηλεφωνήσω στο φωτογραφείο του Μόλινς, ζητώντας να έχει τις φωτογραφίες μου έτοιμες μέχρι το μεσημέρι. Είχα κανονίσει το πρόγραμμά μου ως εξής: θα οδηγούσα μέχρι την πόλη, θα στάθμευα στην οδό Σέσαμι, που προτιμούσα όποτε ήθελα να αποφύγω την κίνηση στο κέντρο, και από κει ήθελα δέκα με δεκαπέντε λεπτά με τα πόδια για το φωτογραφείο του γερο-Μόλινς. Κατά τη μία, είχα κανονίσει με τη Λάιλα να βρεθούμε στο μεσημεριανό της διάλειμμα. Της ζήτησα πάση θυσία να συναντηθούμε. […]

Θα της εξιστορούσα τα πάντα, με όσες λεπτομέρεια μπορούσα, όλη την απίστευτη περιπέτεια που έζησα τους τελευταίους μήνες. Όλα τα γεγονότα που δεν χωρούν εύκολα στον ανθρώπινο νου και που άλλαξαν για πάντα τη ζωή μου, με αλλοίωσαν, δεν ήμουν ο εαυτός μου τελευταία και λίγο κόντεψε να με τρελάνουν. Μια φανταστική ιστορία που δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς, αλλά με τις φωτογραφίες στα χέρια μου ήλπιζα πως θα κατάφερνα να πείσω και τους πιο δύσπιστους.

Δεν είχα σκεφτεί τι θα έκανα μετά. Δεν είχα σκεφτεί τι θα έκανα, αν όλα όσα έζησα αποδεικνύονταν αληθινά. «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα», είπα στον εαυτό μου. Δεν ξέρω τι θα έκανα, δεν ξέρω πώς θα ένιωθα αν μάθαινα πως ο πατέρας μου ζει. Τι θα έκανα τότε, τι θα έκανα με τη μεγαλύτερη ανακάλυψη που έγινε ποτέ, ποια θα ήταν τα επόμενα βήματά μου. Ίσως να μου ήταν αρκετό αν μάθαινα πως απλώς ζει, με την ελπίδα πως ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον ξανασυναντηθούμε. Ίσως να μου αρκούσε αυτό, δεν ξέρω. Ίσως; Ίσως; Ίσως να αναζητούσα αποδείξεις πως ζει και όλα τα άλλα να μην είχαν νόημα για μένα. Για ένα πράγμα όμως ήμουν βέβαιος: πως ήθελα να τα μοιραστώ όλα μαζί της. Δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσε, τι θα έλεγε σαν άκουγε την αλήθεια, τι θα γινόταν αν από την άλλη όλα αποδεικνύονταν καπνός, αν βαστούσα στάχτη και τίποτα άλλο στα χέρια μου. Άγνωστο τι θα έκανα μετά. Θα της μιλούσα ή θα απέκρυπτα την αλήθεια, από φόβο μην παρεξηγηθώ; Θα τα αποκάλυπτα όλα ή απλά θα σώπαινα και θα τα κρατούσα μέσα μου, κρυμμένα για πάντα; Είχα και εγώ την απορία και όλα ήταν μπερδεμένα και ανακατωμένα στο κεφάλι μου.

Πολλές αντικρουόμενες σκέψεις με γυρόφερναν, που δεν μπορούσα να τις ξεδιαλύνω και να πάρω μια απόφαση. Μέσα μου αντιπαλευόμουν τη λογική μου, που έλεγε πως τα πάντα στη φύση έχουν ένα τέλος, πως όλα είναι πεπερασμένα και πως τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει, πόσο μάλλον η ίδια η ζωή. Ακόμα και το σύμπαν κάποια μέρα θα εξαφανιστεί, ο ουρανός θα μαυρίσει και όλα τα αστέρια θα εξαφανιστούν, o χρόνος θα σταματήσει και δεν θα υπάρχει μέλλον. Ήμουν απαρηγόρητος και μόνο στη σκέψη πως τίποτα δεν είχε απομείνει από τον πατέρα μου. Σε ένα από τα πολλά παραμύθια που μας διηγήθηκε η μητέρα ενός καλού μου φίλου όταν ήμασταν μικροί, στον άλλον κόσμο λέει περνάνε μοναχά οι σκιές των ανθρώπων που πεθαίνουν, όπου και περιφέρονται άσκοπα, χωρίς καμία υπόσταση, στα ίδια πάντα μέρη, δίχως να μπορούν να επηρεάσουν το παραμικρό. Απλώς αρνούνται να αποχωρήσουν.

Στη σκέψη και μόνο λύγισα, τα χέρια μου πάγωσαν και βυθίστηκα σε απόγνωση. Το αιώνιο ερώτημα, αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο, με στοίχειωνε όσο κανένα άλλο. Και ήταν η φωνή της λογικής που μου πρόσταζε πως μετά τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα απολύτως. […] Οι περισσότεροι, αν τους ρωτήσεις τι είναι αυτό που φοβούνται περισσότερο στον θάνατο, θα αναφέρουν τον φόβο του αγνώστου. Μα είναι στα αλήθεια κάτι το άγνωστο; Τι ήμασταν άραγε πριν γεννηθούμε, έχει κανείς αναρωτηθεί; Ένα τίποτα· τίποτα επομένως δεν υπάρχει και μετά τον θάνατό μας – και αν κάποιος βγει και ισχυριστεί πως υπάρχει κάτι αλλά δεν το θυμάται, δεν κάνει καμία απολύτως διαφορά. […] Ίσως πάλι να είμαστε όλοι μέρη ενός οργάνου, μέλη του ίδιου σώματος και το ποιος είμαι εγώ, εσύ η κάποιος άλλος να μην έχει καμία απολύτως σημασία. Και δεν μπορώ να μην ισχυριστώ πως δεν υπήρξαν φορές κατά το παρελθόν που σκέφτηκα να τα παρατήσω όλα. […]

Με το που πρόβαλα στον ήλιο, ξέχασα αμέσως την παγωνιά της ημέρας, οι ηλιαχτίδες αγκάλιασαν όλο μου το κορμί και ένιωσα αμέσως μια ζεστασιά, σαν ζεστή αγκαλιά. Κάθε φορά που περνούσα μπροστά από κτήρια έτρεχα να ξεφύγω και πάλι απ’ τη σκιά, να ανταμώσω γρήγορα το φως, να ξεφύγω έστω και για λίγο από το δριμύ ψύχος και το πολικό κρύο. […]

Δύο ηλικιωμένοι φαινόντουσαν απασχολημένοι σε σοβαρή συνομιλία· πού και πού διαφωνούσαν και λογόφερναν αρκετά ζωντανά για την ηλικία τους, αλλά χωρίς να κάνουν ιδιαίτερη φασαρία και να ενοχλούν τους γύρω τους. Κάθονταν πέντε με έξι τραπέζια μακριά από μένα και ο ένας κάπνιζε την πίπα του, άφηνε τον λευκό καπνό να διαφεύγει απ’ τα ρουθούνια του λες και ήταν ντετέκτιβ ή κάποιος λόρδος από τζάκι με μακρά πολιτική ιστορία.

Άλλαξα το βλέμμα μου και κοίταξα πέρα στο βάθος. Γύρισα απότομα μόλις άκουσα τον ενοχλητικό θόρυβο μιας καρέκλας να τρίζει. […]

Λίγα μόλις λεπτά αργότερα, ένα μικρό σχολικό λεωφορείο ήρθε και σταμάτησε μπροστά στο φανάρι. Τα παράταιρα, μεγάλα πράσινα και κόκκινα γράμματα στο πλάι, σαν σε επικεφαλίδα από καρτούν, τράβηξαν άθελά μου την προσοχή μου σε ένα κατά άλλα γκρίζο, επαναλαμβανόμενο φόντο. Δύο μικρά κορίτσια έπαιζαν παλαμάκια, ένα παιδί στο πίσω κάθισμα κουνούσε ρυθμικά τη μικρή του παλάμη του σε όποιον περνούσε απ’ έξω, έγνεφε και χαιρετούσε σε όλους τους οδηγούς και τους περαστικούς. Παρατηρούσα τα μικρά παιδιά, μα δεν άκουγα το παραμικρό. Ήμουν σίγουρος πως μέσα στο μικρό λεωφορείο γινόταν ένας πραγματικός χαλασμός, μα ήταν σαν να παρακολουθούσα βουβό κινηματογράφο· έτσι βουβές ήταν και οι σκέψεις μου. Τα πρώτα, τα ευτυχισμένα εκείνα χρόνια. Νοστάλγησα την παιδική μου ηλικία, τα πρώτα χρόνια, με το ατελείωτο παιχνίδι στις αφύλαχτες αλάνες. Φάνταζαν όλα τόσο εύκολα τότε, τα ξένοιαστα εκείνα χρόνια που τρέχαμε πάνω-κάτω, οργώναμε στην κυριολεξία όλες τις γειτονιές και παίζαμε μπάλα στα στενά σοκάκια. Τα αθώα παιδικά χρόνια, που πειράζαμε τα όμορφα κορίτσια, παρακαλούσαμε για ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και εκείνες κοκκίνιζαν και μας απέφευγαν, γυρνώντας αλλού επιδεικτικά την πλάτη τους. […]

Όλο αυτόν τον καιρό ζούσα με τις αναμνήσεις. Στη σκέψη και μόνο δάκρυσα· ίσως μια μέρα να συναντηθούμε και πάλι, ίσως να γυρνάμε από τον έναν κόσμο στον άλλον συνεχώς και από τη μια πραγματικότητα στην άλλη. Κάθε επαφή, κάθε επικοινωνία με το υπερπέραν να είναι επικοινωνία με το παρελθόν, το μέλλον… κανείς δεν είναι σε θέση να ξέρει. Όσα προσπαθούσα να ξεδιαλύνω από μικρός ερχόντουσαν ξανά και ξανά στον νου μου. Ήθελα απεγνωσμένα να ρίξω λίγο φως στο μεγάλο μυστικό της δημιουργίας, να προσθέσω ένα κομμάτι στο παζλ της ζωής, όπως έκαναν πολλοί στο παρελθόν πριν από μένα. Είμαστε σε θέση να ανακαλύψουμε τα μυστικά της ζωής; Υπάρχει λόγος για να ζούμε ή απλώς αναπνέουμε, ζούμε και πεθαίνουμε; Όσο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο βυθιζόμουν στα αναπάντητα ερωτήματα της ζωής και στα μεγάλα αδιέξοδά της.

Και μπορεί να είμαι εγώ αυτός που εξιστορεί τα γεγονότα της ζωής του, όσα με σημάδεψαν από παιδί, όλα όσα έζησα τελευταία, και να είμαι αυτός που μοιράζεται τις αγωνίες του αλλά και τις αναζητήσεις του στη ζωή, μα ποιος από εσάς, ποιος από τους αναγνώστες, δεν έχει αναρωτηθεί έστω και μια φορά για το νόημα της ζωής, για το μεγαλείο της δημιουργίας; Ένα βροχερό απόγευμα, ατενίζοντας τον κόσμο μέσα από ένα μικρό ξύλινο παράθυρο, ή ένα όμορφο αυγουστιάτικο βράδυ με μεγάλο φεγγάρι· παρακολουθώντας ένα άγριο αρπαχτικό σε κάποιο ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, σε ένα μακρινό ταξίδι σε ένα ξεχασμένο μέρος του πλανήτη, στο τέλος μια κοπιαστικής ημέρας από τη δουλειά, ένα λαμπρό πρωινό με ανατολή ή ακόμα παρατηρώντας τη ζωή στον βυθό, σε μια επίσκεψη σε κάποιο θαλάσσιο ενυδρείο. Ποιος από εσάς δεν έχει αμφισβητήσει την πίστη του στον Θεό, πως ο κόσμος είναι δικό Του έργο ή απλώς η φυσική εξέλιξη στο σύμπαν. Είναι η ζωή ένας κρίκος, η αλυσίδα στην εξέλιξη, ο φορέας της φυσικής μνήμης, του γενετικού υλικού από τη μια γενιά στην άλλη, όπως πιστεύουν οι οπαδοί του Δαρβίνου; Ένας συνεχής αγώνας για την επιβίωση και τη διαιώνιση; Ένας αγώνας που μόνο οι «δυνατότεροι» ανάμεσα στα είδη θα επιβιώσουν; Ή μήπως όχι; Και ποιος από εμάς είναι σε θέση να απαντήσει με σαφήνεια;

Και αν ακόμα αποδεχθούμε τη θεωρία του Δαρβίνου ως έχει, αν δεχθούμε την πρώτη στιγμή, τη στιγμή που έγινε η απαρχή και δημιουργήθηκε το σύμπαν, το λεγόμενο «σημείο μηδέν» ή Big Bang, τότε όσο παράλογη και αν φαντάζει η ιδέα του ενός, του ενός και μοναδικού δημιουργού των πάντων, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί του Καλβινισμού, άλλο τόσο παράλογη φαντάζει και η ιδέα πως όλα δημιουργήθηκαν από το τίποτα. Αυτό το βασανιστικό ερώτημα για το νόημα της ζωής και της ίδιας της ύπαρξης. Και ποιος από εμάς δεν έχει αναρωτηθεί κάποια στιγμή αν τα απλά πράγματα, όπως το μάζεμα όλης της οικογένειας γύρω από ένα τραπέζι, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί με καλή συντροφιά, μια ξεχασμένη αγάπη από τα παλιά, μια παλιά φιλία που διαρκεί και αψηφά τον χρόνο, η αναγνώριση από τους συναδέλφους σου στη δουλειά, ένας διαγωνισμό που κέρδισες ένα απόγευμα Σαββάτου, το μικρό κοτόπουλο που μόλις βγήκε από το αβγό και πήρες προσεχτικά στα χέρια σου όταν ήσουν παιδί, μια μεγάλη στεναχώρια που πέρασε, ή ακόμα το αδέσποτο που τάισες και χάιδεψες στον δρόμο, αν αυτά είναι που έχουν νόημα στη ζωή και παραμένουν αναλλοίωτα στον χρόνο, αν αυτά είναι που μετρούν στον δρόμο προς την κατάκτηση της ευτυχίας και δίνουν νόημα στη ζωή. Αργά η γρήγορα, θα έρθει η ώρα που όλοι θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τα μεγάλα διλήμματα της ζωής, η ώρα να επιλέξουμε σε τι να πιστέψουμε. Οι αποφάσεις αυτές δεν θα καθορίσουν μόνο το μέλλον μας, αλλά και το ποιοι είμαστε στην ίδια τη ζωή.

Και όπως συμβαίνει με όλους, έτσι και για μένα ήρθε η ώρα να επιλέξω τι να πιστέψω.

Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε, πλησίασε η ώρα να ανοίξω τον φάκελο που κρατούσα στα χέρια μου από νωρίς το μεσημέρι και να βγάλω από μέσα όλες τις φωτογραφίες. Άρχισα να νιώθω τα σωθικά μου και το στομάχι μου να έχουν γίνει όλα μαζί ένα. Εντελώς ξαφνικά χτυπούσα σφυγμούς τρελούς, που ούτε το περίμενα. Από νωρίς το πρωί ήμουν σχετικά ήρεμος. Από το πρωί, από τη στιγμή που σηκώθηκα, ήμουν τόσο ήρεμος, σε σημείο να παραξενευτώ ακόμα και εγώ ο ίδιος. Δεν είχα την παραμικρή αγωνία πλέον. Μια ανεξήγητη ραθυμία με είχε καταλάβει· ό,τι ήταν στο χέρι μου, στο κάτω-κάτω, το είχα κάνει· τώρα έμενε απλώς να δω τα στοιχεία. Κάπως έτσι αισθανόμουν. Λίγο πριν την τελευταία στροφή όμως άρχισα να τρέμω ολόκληρος. Ο φάκελος που κρατούσα στα χέρια μου έτρεμε μπροστά στα μάτια μου. Όλη η ηρεμία που είχα από νωρίς άρχισε να υποχωρεί και έδωσε τη θέση της σε μια τρομερή ταραχή, που πάσχιζα να ελέγξω. Δεν τα κατάφερα και ώρα με την ώρα ένιωθα την αγωνία μου να κορυφώνεται. […]

Ο παχύς φάκελος γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και οι φωτογραφίες σκόρπισαν κάτω στο πάτωμα.

[Συνεχίζεται…]

Ας προσέξουμε τον αυτοχαρακτηρισμό «απίστευτη περιπέτεια», που εντάσσει το μυθιστόρημα στη φανταστική λογοτεχνία.

Ας προσέξουμε επίσης την επιλεκτική αξιοποίηση στερεοτύπων από την αστυνομική λογοτεχνία αξιώσεων:

Κάθονταν πέντε με έξι τραπέζια μακριά από μένα και ο ένας κάπνιζε την πίπα του, άφηνε τον λευκό καπνό να διαφεύγει απ’ τα ρουθούνια του λες και ήταν ντετέκτιβ ή κάποιος λόρδος από τζάκι με μακρά πολιτική ιστορία. Άλλαξα το βλέμμα μου και κοίταξα πέρα στο βάθος.

Ναι, υπάρχει «ανατροπή». Και είναι υψηλής λογοτεχνικής τάξεως.

Διαβάστε αυτό το αξιοθαύμαστο αφήγημα με τα πολλαπλά επίπεδα, που ανιχνεύουν τα βαθιά υποστρώματα της συλλογικής πανανθρώπινης ψυχής. Σπανίως συναντάμε σήμερα τόσο επαρκείς λογοτέχνες με τίμιες προθέσεις, που δεν είναι όμως προφανείς, κραυγαλέες ή εξώφθαλμες.

Μετά Λόγου Γνώσεως,

Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας,

Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ

www.konstantinosbouras.gr

Verified by MonsterInsights